Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

καὶ ἀσπαίρω

См. также в других словарях:

  • ασπαίρω — ἀσπαίρω (Α) 1. σπαρταρώ 2. αντιστέκομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ασπαίρω, όπως εξάλλου και το σημασιολογικά παράλληλο, αλλά μτγν. και πολύ πιο σπάνιο σπαίρω, συνδέεται με το λιθ. spiriu «χτυπώ με τα πόδια, κλοτσώ» Το αρχικό α τού ρ. είναι υστερογενές… …   Dictionary of Greek

  • σπαίρω — Α 1. κινούμαι σπασμωδικά 2. σπαρταρώ, σφαδάζω («σπαίρει ἅλλεται, σκιρτᾷ, πηδᾷ. σκορπίζει», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Το ρ. σπαίρω συνδέεται με το σημασιολογικά παράλληλο και συχνότερο ἀσπαίρω* «σπαρταρώ», και, σύμφωνα με μια άποψη, έχει… …   Dictionary of Greek

  • πάλλω — (ΑΜ πάλλω) 1. κάνω κάτι να κινείται παλινδρομικά και γρήγορα, κινώ κάτι παλμικά, σείω, κραδαίνω, δονώ (α. «πάλλω τη χορδή» β. «λόγχην πατρός... χερσὶ πάλλων», Ευρ.) 2. εκτελώ παλμική κίνηση, δονούμαι, κραδαίνομαι 3. μέσ. πάλλομαι κινούμαι ρυθμικά …   Dictionary of Greek

  • παρασπαίρω — ΜΑ στενοχωριέμαι κοντά σε κάτι ασθμαίνοντας από αγωνία, κινούμενος σπασμωδικώς και σφαδάζοντας από τον ψυχικό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀσπαίρω «ασθμαίνω με αγωνία, τρέμω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

  • περισπαίρω — Α 1. ασπαίρω, σπαράζω, σφαδάζω γύρω από κάτι, σπαρταρώ ολόγυρα («περισπαίροντες αὐτοῑς καὶ ἵπποις», Πλούτ.) 2. αγωνιώ σπασμωδικά, ψυχορραγώ («ψυχὴν περισπαίροντι», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σπαίρω «έχω σπασμούς, σφαδάζω, σπαρταρώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»